Ψιλά γράμματα
“Αστυνομικοί σάπισαν στο ξύλο τη Ρούλα Πισπιρίγκου προκειμένου να ομολογήσει… Έφαγε πολύ ξύλο στην Αστυνομία η κατηγορουμένη!” Τα παραπάνω είπε αυτολεξεί, χωρίς να αφήσει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ο συνήγορός της κύριος Αλέξης Κούγιας σε ραδιοφωνικό σταθμό της Πάτρας. Η καταγγελία του αναπαρήχθη ακαριαία και μεταδόθηκε από δεκάδες μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τι θα συνέβαινε σε μια διαφορετική κοινωνία; Η μεν κυρία Πισπιρίγκου θα κατέθετε δια του συνηγόρου της μήνυση, αναφέροντας ακριβώς πού και πότε υπέστη σωματική βία. Ανεξαρτήτως ωστόσο της μήνυσης, η Αστυνομία θα προέβαινε σε εξονυχιστική εσωτερική έρευνα. Εάν επαληθευόταν ο κύριος Κούγιας, θα έπεφταν πολλά κεφάλια. Εάν η κατηγορία του αποδεικνυόταν ψευδής, θα διωκόταν για δυσφήμιση.
Τι συνέβη στην Ελλάδα; Τίποτα ιδιαίτερο. Η δήλωση Κούγια εξελήφθη σαν ένα υπερασπιστικό τερτίπι, το οποίο ουδόλως βάρυνε στη συνείδηση κανενός.
Απροσδόκητο; Κάθε άλλο.
Οι μεν πιστεύουν ότι η αστυνομία αποτελεί έναν συλλήβδην διεφθαρμένο θεσμό, ένα σάπιο σώμα που καθημερινά, με κάθε αφορμή, κουρελιάζει τα δικαιώματα των πολιτών. Το γενικεύουν ενίοτε στο μη παρέκει, αντιλαμβάνονται τη δημόσια ασφάλεια σαν a priori κρατική αυθαιρεσία, επαγγέλλονται μια κοινωνία απαλλαγμένη από κάθε λογής λειτουργό της. “Η ελπίδα θα ανατείλει όταν ο τελευταίος μπάτσος κρεμαστεί από τα άντερα του τελευταίου δικαστή” αφορίζουν, βάζοντας κάποτε -για ποικιλία- στη θέση του δικαστή, τον παπά ή ακόμα και τον δάσκαλο…
Οι δε θεωρούν την άσκηση ωμής βίας, είτε στους δρόμους είτε στα ανακριτικά γραφεία, εντελώς μέσα στο πρόγραμμα. “Τι αστυνομία θα ήταν” θα σου πουν “αν δεν έριχνε και καμιά σφαλιάρα; Πώς να ομολογήσει η Πισπιρίγκου; Με “το σεις και με το σας”;”
Και οι μεν και οι δε συχνά προσβλέπουν στους άλλους φυλακισμένους, οι οποίοι ευθύς με τη μεταγωγή κάποιου κατηγορούμενου για ειδεχθές έγκλημα σε σωφρονιστικό κατάστημα, θα του δείξουν “τι εστί βερύκοκο”. Ο νόμος του Λυντς ως ελπίδα της κοινωνίας για κάθαρση…
Και αν υποστηρίξεις ότι η αστυνομία πρέπει να παίζει στο ακέραιο τον προληπτικό και κατασταλτικό της ρόλο, σεβόμενη όμως ευλαβικά τους κανόνες, αποφεύγοντας και την ελάχιστη υπέρβαση εξουσίας; Τότε θα θεωρηθείς αφελής. Αν όχι και ονειροπαρμένος.
Δεν είναι φαινόμενο σημερινό. Ανέκαθεν υπήρχε στην Ελλάδα μια χαώδης απόσταση ανάμεσα σε ό,τι λέγεται -ή γράφεται στους νόμους- και σε ό,τι γίνεται αλλά δεν λέγεται, τουλάχιστον όχι παραέξω. Η τήρηση των προσχημάτων, και μόνον αυτών, στάθηκε μπούσουλας για πολλές γενιές πολιτών. Μας έχει διηθήσει ως στάση στον δημόσιο και στον ιδιωτικό μας βίο.
Η κυρία Πισπιρίγκου έχει περιέλθει σε μια κατάσταση όπου κανένα πρόσχημα δεν μοιάζει άξιο να τηρηθεί. Η ενοχή της και για τους τρεις αδόκητους θανάτους των παιδιών έχει ήδη αμετάκλητα αποφασιστεί από δημοσιογράφους και ινφλουένσερς. Το δικαστήριο καλείται απλώς να επικυρώσει την απόφαση και να επιβάλει την εσχάτη των ποινών. Γιατί λοιπόν να μην την τσακίσουν στο ξύλο μπας και ομολογήσει και διευκολύνει τη διαδικασία; Ούτε οι αντιεξουσιαστές δεν θα διαμαρτυρηθούν.
Το ζήτημα δεν είναι η Ρούλα Πισπιρίγκου. Είναι ότι η δικαιοσύνη, η διαφάνεια, η αλήθεια στο φινάλε αντιμετωπίζονται σαν ψιλά γράμματα. Χρήσιμα απλώς εργαλεία προκειμένου να προωθήσουμε τα συμφέροντά μας, να κάνουμε έστω το κομμάτι μας.
Τρανό πρόσφατο παράδειγμα οι παρακολουθήσεις. Άστραψε, βρόντηξε η αντιπολίτευση μόλις αποκαλύφθηκε το γεγονός. Βγήκε απ’τα ρούχα του ο Νίκος Ανδρουλάκης – και ποιος δεν θα’βγαινε άμα είχε γίνει η ΕΥΠ ωτακουστής του; Ξέσπασε πολιτική θύελλα.
Φευ, ύστερα από λίγες εβδομάδες, προέκυψαν δύο τίνα. Πρώτον ότι η ιστορία δεν “πουλάει”, δεν φέρνει νούμερα. Το πιό παράδοξο; Το Πασόκ/Κινάλ, που είχε βρεθεί στο επίκεντρο, αντί να εκτιναχθεί, καθηλώθηκε δημοσκοπικά. Δεύτερον πως και επί Συριζανέλ ο επικεφαλής της ΕΥΠ παρακολουθούσε έναν τουλάχιστον κομβικό υπουργό. Μπροστά στο ενδεχόμενο να ανοίξει διάπλατα ο ασκός του Αιόλου και να έχει τον αμάζευτο, οι παρακολουθήσεις υποβιβάστηκαν από αιχμή του αντιπολιτευτικού δόρατος, σε μια απλή αποστροφή που επαναλαμβάνεται μονότονα ώσπου να ξεθυμάνει οριστικά. Γύρισε η σελίδα με τη χαρακτηριστική για τα πολιτικά μας ήθη ευκολία. Σώθηκαν τα στοιχειώδη προσχήματα.
Δεν έχω ελπίδα. Ούτε και απελπισία. Είμαι σάρκα απ’τη σάρκα αυτού εδώ του τόπου, τον αγαπώ όσο και τον εαυτό μου για αναρίθμητους λόγους. Ξέρω ότι και σε εκατό χρόνια (εγώ μάλλον θα λείπω τότε), οι Έλληνες θα λειτουργούν με μπούσουλα το θυμικό. Θα πλάθουν ήρωες και θα τους στήνουν στην κορυφή του Ολύμπου. Θα κατασκευάζουν τέρατα-αποδιοπομπαίους τράγους και θα τους φορτώνουν κάθε δική τους ενοχή. Θα κινούνται σε μία μοσχοβολιστή ομίχλη, υπό συνθήκες έλλειψης βαρύτητας. Θα πανηγυρίζουν ένδοξα επιτεύγματα και θα θρηνούν συντριβές. Κι έπειτα θα ξαναμοιράζουν την τράπουλα για να γίνουν οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι. Ώστε κανένας να μην έχει αγίατρευτο, ισόβιο παράπονο.
Ο μακαρίτης Κωνσταντίνος Τζούμας είχε ονοματίσει με αξεπέραστη ακρίβεια την κατάσταση μας: πανωλεθρίαμβος. Γεννιόμαστε, πεθαίνουμε μες στον πανωλεθρίαμβο. Τα ρέστα είναι ψιλά γράμματα.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας