Εχουμε πήξει στους "καλούς"
“Έχω να σας ανακοινώσω κάτι πάρα πολύ λυπηρό” μας είπε αντί για καλημέρα ο δάσκαλός μας στην πέμπτη. “Χθες ο πατέρας του συμμαθητή σας του Τάσου … πέθανε!” Μείναμε εμβρόντητοι, παιδάκια ήμασταν, τα περισσότερα δεν είχαμε έρθει ποτέ μέχρι τότε σε επαφή με τον θάνατο. “Καταλαβαίνετε τι απώλεια είναι αυτή… Σήμερα ο Τάσος θα πάει στην κηδεία, αύριο θα επιστρέψει στο σχολείο. Δεν έχει καν αδέλφια, εμείς πρέπει να τον αγκαλιάσουμε σαν οικογένεια. Να του συμπαρασταθούμε, να του γλυκάνουμε την πληγή. Περιμένω από εσάς να δώσετε τους καλύτερους εαυτούς σας!”
Ο φιλότιμος “κύριος μας” πίστευε ότι επιτελεί πολύτιμο παιδαγωγικό έργο. Και μάλιστα διττό. Αφενός φρόντιζε για την παρηγοριά του Τάσου. Αφετέρου κινητοποιούσε τους υπόλοιπους προς την κατεύθυνση της καλοσύνης, της αλληλεγγύης, του νοιαξίματος.
Η αστοχία του φάνηκε ευθύς με την επιστροφή του Τάσου στην τάξη. Τον είχε άθελα του στιγματίσει ως ορφανό που έχριζε ιδιαίτερης φροντίδας. Πολλοί από εμάς ενστικτωδώς τον απέφευγαν διότι απλώς δεν ήξεραν πώς να του φερθούν. Μα κι όσοι τού συμπαραστέκονταν, το έκαναν άγαρμπα, βάσει οδηγιών. Η συμπεριφορά τους ήταν πλέον επιτηδευμένη. Έστηναν φάσεις στο ποδόσφαιρο για να βάζει ο Τάσος γκολ. Τού πρόσφεραν το μισό κολατσιό τους. Ο πρώτος μαθητής (ένας αχώνευτος, κατά τα άλλα, σπασίκλας) τον άφηνε να αντιγράφει, τού διόρθωνε μάλιστα και τα γράμματα. Αποτέλεσμα; Ο Τάσος περιθωριοποιήθηκε. Δεν ήταν πλέον ένας από εμάς. Δεν είχαμε δικαίωμα να τον αντιπαθούμε -άρα και να τον συμπαθούμε-, να παίζουμε ξύλο μαζί του, να τον κοροϊδεύουμε, όπως όλοι κορόιδευαν όλους. Ανήκε σε μια ειδική, ευπαθή κατηγορία. Είχε γίνει, με τον τρυφερότερο τρόπο, επί της ουσίας απόβλητος.
Δεν ξέρω πώς θα όφειλε να έχει χειριστεί το ζήτημα ο ευαίσθητος, πλην ψυχολογικά αναλφάβητος, δημοδιδάσκαλος του παλιού εκείνου καιρού. Ένα ξέρω. Ότι η καλοσύνη δεν διδάσκεται. Δεν επιβάλλεται. Ίσως να μην ορίζεται καν.
Στις μέρες μας, όπου ολοένα και περισσότεροι αντιμετωπίζουν τη ζωή σαν ένα περίπλοκο -σχεδόν ακατόρθωτο- πρότζεκτ, στο οποίο για να ανταπεξέλθεις στοιχειωδώς οφείλεις να προστρέξεις σε ψυχολόγους, σε γκουρού αυτοβελτίωσης, σε αντικαταθλιπτικά ενίοτε φάρμακα, στις μέρες μας η καλοσύνη προβάλλεται ως η υπέρτατη αρετή. Έχει και παρανόμι: Ανθρωπιά. Με Άλφα κεφαλαίο.
“Τι να τα κάνεις όλα τα χαρίσματα, τα πλούτη όλα του κόσμου άμα δεν είσαι Άνθρωπος;” κατακεραυνώνουν οι θυμόσοφοι χρήστες του διαδικτύου όποιον συμπολίτη τους έχει μεν δημιουργήσει αξιοσημείωτο έργο, πλην στα μάτια τους δεν φαντάζει αρκούντως ψυχοπονιάρης, συμπαραστατικός, δεν ομιλεί τακτικά υπέρ των χειμαζόμενων μειονοτήτων, δεν υπερασπίζεται με φλογερές κοινοτοπίες τις διαφορετικότητες. Άλλοι αντιθέτως, μετριότατοι καλλιτέχνες, αβαθείς νόες, υπεραναπληρώνουν την έλλειψη τους σε ταλέντο παριστάνοντας -ή όντας πράγματι- “καλοί”.
Το ότι η “Ανθρωπιά” αποτελεί φρικτό ευφημισμό είναι αυταπόδεικτο. Εκτός πιά και αν αντιμετωπίζει κανείς τον homo sapiens σαν την κορωνίδα του σύμπαντος, τον σκοπό της δημιουργίας. Ειδάλλως βλέπεις πως ο άτριχος και υπέρ το δέον ευφυής πίθηκος κατάφερε μέσα σε διακόσιες χιλιάδες χρόνια -διάστημα ελάχιστο- να απορρυθμίσει πλήρως τον πλανήτη. Να εξοντώσει αναρίθμητες μορφές ζωής. Να στραγγίξει σχεδόν κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή. Προσέτι δε επιδόθηκε και επιδίδεται σε ειδεχθή εγκλήματα εναντίον των ομοίων του. Κανένα άλλο ζωικό είδος δεν βαρύνεται με Άουσβίτς, Γκούλαγκ και Χιροσίμες. Και τα αρπακτικότερα από τα σαρκοβόρα, σκοτώνουν για να κορέσουν την πείνα τους ή για να εξοντώσουν τον ερωτικό αντίζηλό τους. Μονάχα ο homo sapiens διακρίνεται από σαδισμό.
Ένα βήμα να βγούμε έξω από το συλλογικό και τόσο υπερτροφικό εγώ μας, θα αντιπαθήσουμε φρικτά εαυτούς, αλλήλους και προπάτορες. Τι να κάνουμε ωστόσο; Έτσι προκύψαμε γονιδιακά. Ας γίνουμε τουλάχιστον όσο πιο καλοί μπορούμε.
Πώς ορίζεται η καλοσύνη; Ποιος είναι πρότυπό της;
Ο Σωκράτης μήπως; Εδώ γελάνε! Η αλογόμυγα της Αθήνας -όπως αυτοαποκαλούνταν- υπήρξε από τους πλέον σαρκαστικούς, εριστικούς, τζαναμπέτηδες που έχουν περπατήσει στην αττική γη. Ελάχιστα επιεικής, ουδόλως συγχωρητικός, τσάκιζε με την κοφτερή του γλώσσα όποιον έπιανε στο στόμα του. Έτσι κέρδισε εξάλλου την αιώνια φήμη του, επειδή ακριβώς βρισκόταν στους αντίποδες του πράου παππούλη. Κι αν ήπιε πρόθυμα το κώνειο αντί να δραπετεύσει όπως τον παρακινούσαν, το έκανε για να επιβεβαιώσει με την ύστατη του πράξη τη συνολική στάση ζωής του. Μάγκας; Από τους λίγους. Υπεράνω ταπεινών κινήτρων, προσωπικών μικροσυμφερόντων; Όσο κανείς. Καλός όμως; Θα κάγχαζε ο Σωκράτης εάν άκουγε πως ορίζει η εποχή μας τη λέξη.
Ο Ιησούς Χριστός; Αρκεί να διαβάσει κανείς τα Ευαγγέλια, για να διαπιστώσει ότι πιο παράφορος, πιο συγκρουσιακός τύπος δεν υπήρξε. Στην επί του Όρους ομιλία, πλάι στους μακαρισμούς περισσεύουν τα “ουαί!”. Στον Ναό, στα Ιεροσόλυμα, άρπαξε το φραγγέλιο και τα έκανε λαμπόγυαλα. Τη φουκαριάρα τη συκιά την ξέρανε, Μεγάλη Δευτέρα. Μετά δε από τη σύλληψή του, στάθηκε εμπρός στον Πιλάτο αγέρωχος, σνομπ σχεδόν. Το εξαγγέλλει άλλωστε ρητά: “Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν…”
Ποιος τότε;
Ο σοφός Βούδας, που διδάσκει την απάθεια ως δρόμο προς την εξωτερική και εσωτερική γαλήνη;
Οι φιλόσοφοι της απελευθέρωσης, όπως την εννοούσε ο καθένας τους; Κανείς τους δεν ήταν άνευ όρων συμπονετικός, συμφιλιωτικός, αγαθός. Κανείς δεν επαγγέλθηκε μια κοινωνία αγγέλων δίχως πάθη, δίχως φύλο, δίχως νύχια και δόντια. Το τρίπτυχο “ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα” που το εισήγαγε η γαλλική επανάσταση και το διηύρηναν οι προφήτες και οι κήρυκες κυρίως της αριστεράς δεν έθελξε δισεκατομμύρια κόσμο τόσο επειδή θα εξάλειφε την αδικία. Όσο διότι θα άνοιγε -υποτίθεται- τον ασκό του Αιόλου της δημιουργικότητας. Θα συνέτριβε τα δεσμά και θα χειραφετούσε τους ανθρώπους, επιφέροντας αλματώδη πρόοδο. “Σοσιαλισμός σημαίνει εξηλεκτρισμός συν σοβιέτ” έλεγε ο Λένιν. Ενώ ο Τρότσκι μιλούσε για τον “νέο άνθρωπο στον σοσιαλισμό”, ο οποίος θα μεγαλουργούσε.
Και η καλοσύνη; Και ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης, ιδιοκτήτης γερανού στα Κύθηρα, που έσωσε προχθές -χωρίς κανενός την εντολή- ογδόντα πρόσφυγες; Έχετε ιδέα τι σημαίνει να γίνεσαι μια πελώρια αγκαλιά; Να αντιμετωπίζεις στα ίσα τον θάνατο και να τον νικάς; Ο κύριος Μιχάλης Πρωτοψάλτης αντέστρεψε για μια στιγμή την πορεία των πραγμάτων. Άγιασε κόβοντας τον εαυτό του κομματάκια και μοιράζοντάς τον στους άλλους. Όπως οι χειρουργοί που μπαίνουν σαν πολεμιστές, που τα δίνουν όλα για το “γαμώτο”. “Δεν θα το πάρεις, πούστη Χάρε, το παιδί!” έβριζε ο μακαρίτης Παναγιώτης Σπύρου, ξεχειλίζοντας από ένταση κι από έμπνευση. Και όντως τον έσωσε τον δωδεκάχρονο.
Η εμπειρία μου δεν μού αφήνει αμφιβολίες: η καλοσύνη σπανίως αποτελεί γενική στάση ζωής, συνήθως δε αναβλύζει απροσδόκητα, από εκεί που δεν το περιμένεις. Η καλοσύνη δεν επαίρεται, δεν αυτοδιαφημίζεται. Δεν χωράει σε κούφιους στίχους ούτε σε φτηνά μυθιστορήματα. Τον άνθρωπο που περνιέται για καλός, για συμπονετικός, για “ψυχούλα” -ιδίως με ιδεολογικό υπόβαθρο-, να τον φοβάσαι. Έχουμε πήξει από τέτοιους “καλούς”. Το έχει πει εξάλλου και ο Χριστός. “Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου…”
Δεν θα άφηνα ποτέ την παρακαταθήκη στην κόρη μου να είναι καλή. Θα την προέτρεπα να περνάει ωραία. Όσο πιο ωραία μπορεί. Διότι σύντομα θα ανακάλυπτε ότι για να περνάει η ίδια αληθινά ωραία, θα πρέπει να περνάνε ωραία και οι διπλανοί της. Και οι γύρω της. Και ο κόσμος όλος. Η ευτυχία των άλλων είναι, στο φινάλε, ζήτημα προσωπικού μας συμφέροντος.
Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας