Γεραπετρίτης: Είμαστε κυβέρνηση για τα δύσκολα – Η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξαναγίνει ο παρίας της Ευρώπης»
«Η εμπειρία των τελευταίων ετών μας δίδαξε ότι ι κρίσεις δεν είναι μια κατάσταση εξαίρεσης αλλά, δυστυχώς, κανονικότητας»
Για τη χρυσή τομή μεταξύ της ουσιαστικής ενίσχυσης των πιο ευάλωτων πολιτών και της αποφυγής άμετρης δημοσιονομικής πολιτικής, κάνει λόγο, σε συνέντευξή του στην «Βραδυνή της Κυριακής», ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης. Με δύο ταυτόχρονες επισημάνσεις: πρώτον, η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι είναι για τα δύσκολα και δεύτερον, «η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξαναγίνει ο παρίας της Ευρώπης». Διαβεβαιώνοντας μάλιστα ότι η παρούσα κυβέρνηση ούτε πρόκειται να αδειάσει τα ταμεία προεκλογικά ούτε και να νομοθετήσει μετεκλογικές κρατικές υποχρεώσεις και παροχές, υπογραμμίζει το δίλημμα των εκλογών, όπως θα το θέσει η Νέα Δημοκρατία: «η ανάγκη σταθερής κυβέρνησης, με συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στιβαρό ηγέτη, είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ».
Αναλυτικά και απαντώντας, εν πρώτοις, σε ερώτηση για τις ταυτόχρονες δυσκολίες εσωτερικές και εξωτερικές, που αντιμετωπίζει η χώρα, ο υπουργός Επικρατείας επισημαίνει πως «αυτό που μας δίδαξε η εμπειρία των τελευταίων ετών είναι ότι οι κρίσεις δεν είναι μια κατάσταση εξαίρεσης αλλά, δυστυχώς, κανονικότητας. Η γεωπολιτική αστάθεια, η οικονομική αβεβαιότητα και η κλιματική αλλαγή έχουν αλλάξει ουσιωδώς τα δεδομένα, ακόμη και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εθνική και την παγκόσμια διακυβέρνηση».
Σε ένα διεθνές περιβάλλον εξ άλλου, που «εξελίσσεται αστραπιαία και απρόβλεπτα, η ορθή διακυβέρνηση δεν συνίσταται μόνο στη διαχείριση των κρίσεων ή, έστω, στη χάραξη δημόσιων πολιτικών για το μέλλον, αλλά προϋποθέτει καλή προετοιμασία για την αντίδραση σε κάθε υποθετικό σενάριο κρίσης. Όχι μόνο για το άμεσο, αλλά και για το απώτερο μέλλον. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δουλεύουν μεθοδικά και προετοιμάζουν τις λύσεις για κάθε μελλοντικό πρόβλημα. Αισθάνομαι ότι έχουμε αποδείξει ότι είμαστε μια κυβέρνηση για τα δύσκολα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Για το θέμα της ακρίβειας ειδικότερα, και τη δυνατότητα περαιτέρω κυβερνητικής παρέμβασης, ο Γ. Γεραπετρίτης ξεκαθαρίζει πως «ο δημοσιονομικός χώρος είναι πεπερασμένος», γι’ αυτό και «οφείλουμε καθημερινά να αναζητούμε τη χρυσή τομή μεταξύ της ουσιαστικής ενίσχυσης των πιο ευάλωτων πολιτών από το εισαγόμενο κύμα ακρίβειας και της αποφυγής άμετρης δημοσιονομικής πολιτικής που θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομία μας. Συνέβησαν και τα δύο σε χώρες της Ευρώπης και του κόσμου. Υπήρξαν χώρες που επλήγησαν κοινωνικά, με αύξηση ανεργίας και μείωση εισοδημάτων των πολιτών, όπως και χώρες όπου η χορήγηση μεγάλων ενισχύσεων, ή ακόμη και η απλή εξαγγελία τους, προκάλεσε τεράστιο πλήγμα στην οικονομία», υπογραμμίζει με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση πως «η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξαναγίνει ο παρίας της Ευρώπης. Με τη μεγέθυνση της οικονομίας και τη συνετή δημοσιονομική διαχείριση ευελπιστούμε ότι θα μπορέσουμε να αποφύγουμε και αυτόν τον σκόπελο. Στηρίξαμε την ελληνική κοινωνία περισσότερο από οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης και θα συνεχίσουμε να το πράττουμε, με την αναγκαία περίσκεψη και σύνεση».
Στα αμιγώς πολιτικά, αφού διατυπώνει τη διαφωνία του με την παρατήρηση ότι η χώρα διέρχεται ήδη, άτυπη προεκλογική περίοδο, αντιτείνει ότι «η κυβέρνηση εξακολουθεί να αναπτύσσει με ταχείς ρυθμούς το πρόγραμμά της τόσο στο πεδίο της οικονομίας και της ανάπτυξης όσο και στο πεδίο των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών». Παρακολουθώντας, μάλιστα, από κοντά τον ρυθμιστικό προγραμματισμό της κυβέρνησης διαβεβαιώνει ότι «όλα τα ορόσημα που θέσαμε θα επιτευχθούν, χωρίς προεκλογικές εκπτώσεις ή αλλαγές πολιτικής με σκοπό το ευκαιριακό εκλογικό όφελος. Μην περιμένετε από αυτή την κυβέρνηση να αδειάσει τα ταμεία προεκλογικά ούτε να νομοθετήσει μετεκλογικές κρατικές υποχρεώσεις και παροχές. Μέχρι το τέλος της κυβερνητικής θητείας θα εξακολουθούμε να υπηρετούμε με συνέπεια τους υψηλούς στόχους που έχουμε θέσει, χωρίς να υπολογίζουμε πολιτικό κόστος. Νομίζω έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι ο πρωθυπουργός ακολουθεί πιστά ένα αυστηρό θεσμικό πρότυπο», επισημαίνει.
Ενώ για τα μετεκλογικά σενάρια, διαμηνύει ότι «η ανάγκη σταθερής κυβέρνησης, με συμπαγή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στιβαρό ηγέτη, είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Αυτό θα επιδιώξουμε στις εκλογές. Όχι λόγω έπαρσης ή πολιτικού ναρκισσισμού. Αλλά επειδή πιστεύουμε ότι αυτό είναι το καλό για την Ελλάδα». Εν συνεχεία, «εάν απαιτηθεί, θα υπάρξουν δεύτερες εκλογές διότι καταλαβαίνουμε όλοι τους σοβαρούς κινδύνους από την απλή αναλογική και την κατάτμηση των πολιτικών δυνάμεων. Εμπιστευόμαστε την κρίση του ελληνικού λαού και στεκόμαστε με ταπεινότητα απέναντί του, αναγνωρίζοντας όποια λάθη και παραλείψεις. Μετρηθήκαμε με τις κρίσεις και το εκλογικό σώμα θα μας βαθμολογήσει όταν έρθει η κρίσιμη ώρα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι έγιναν πολλά, αλλά μένουν πολλά ακόμη να γίνουν για να ικανοποιηθεί το εύλογο αίτημα των πολιτών για μια πιο σύγχρονη και δίκαιη χώρα, με κοινωνική συνοχή και εθνική ανάταση. Αυτό είναι το όραμά μας».
Για τα ελληνο-τουρκικά, ο υπουργός Επικρατείας αναπτύσσει τη θέση ότι «το πλαίσιο κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας ήδη υφίσταται με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν αυτό κριθεί αναγκαίο. Επίσης, υπάρχουν αποφάσεις του Συμβουλίου που συνδέουν τη συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας με την πρόοδο στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Αυτονοήτως, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας συνέχεται ουσιωδώς, εκτός των άλλων, με την απαρέγκλιτη προσήλωση στο διεθνές δίκαιο και, ιδίως, στο δίκαιο της θάλασσας, και στην αποφυγή προκλήσεων λόγω και έργω. Δυστυχώς, η διολίσθηση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα μεγαλώνει την απόσταση, όχι μόνο έναντι της Ελλάδας αλλά και έναντι της Ευρώπης και της Δύσης συνολικά».
Στο θέμα των υποκλοπών επαναλαμβάνει πως «αμέσως μόλις προέκυψε το θέμα, αναζήτησα τον κ. Ανδρουλάκη για να τον παραπέμψω στον Διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ώστε να λάβει γνώση. Προφανώς, δεν θα μπορούσα να το πράξω εγώ, αφού δεν γνώριζα απολύτως τίποτε για την άρση απορρήτου του τηλεφώνου του. Η δε κυβέρνηση τοποθετήθηκε ότι παράσχει την απαιτούμενη νομική και πολιτική κάλυψη για την ενημέρωσή του αρμοδίως».
Περαιτέρω, «το ζήτημα υποβλήθηκε σε εξαντλητική βάσανο σε επίπεδο κοινοβουλευτικού ελέγχου και, επιπλέον, διερευνάται δικαστικά. Η άρση ήταν νόμιμη διότι ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, δηλαδή απόφαση του αρμόδιου εισαγγελέα μετά από εισήγηση της υπηρεσίας. Αυτό που προέκυψε, πάντως, ήταν έλλειψη επαρκών ασφαλιστικών δικλείδων, ειδικά σε σχέση με πολιτικά πρόσωπα».
Ενώ για το από εδώ και πέρα, «η συστημική αυτή παθολογία θα διορθωθεί με νομοσχέδιο το οποίο θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση εντός του Νοεμβρίου και θα περιλαμβάνει, επίσης, διατάξεις για την αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας, απαγόρευση της εμπορίας κακόβουλων λογισμικών σε ιδιώτες και βελτιώσεις στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».
Για το θέμα του Κολωνού, τέλος, αναγνωρίζει πως «πράγματι, γινόμαστε κατά καιρούς κοινωνοί εγκλημάτων ακραίας βίας, όπως συμβαίνει με τα εγκλήματα με έμφυλα χαρακτηριστικά ή κατά παιδιών. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, η εγκληματικότητα στην Ελλάδα συνολικά δεν έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως, το πρόβλημα της εγκληματικότητας είναι πολυσύνθετο», σημειώνει και προσθέτει: «Δεν αρκεί η αυστηροποίηση των ποινών για τα ιδιαιτέρως ειδεχθή εγκλήματα, που έχει συντελεστεί με νεώτερες παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα, αλλά επιβάλλεται μια ευρύτερη κοινωνική εγρήγορση, ευρύτερη παιδεία και πολιτικές που θα άρουν τις υποκείμενες ανισότητες. Είναι όμως σημαντικό ότι σήμερα έχει διαμορφωθεί ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τα θύματα να καταγγέλλουν εγκλήματα, με την κατανόηση ότι δεν θα υποστούν δευτερογενή θυματοποίηση αλλά και ότι θα υπάρξει πλήρης εξιχνίαση».