S&P's: Επιβεβαίωσε το BB+ για Ελλάδα, σταθερό το outlook – Ανάπτυξη 5,8% το 2022 και 1,7% το 2023
Στο BB+ -ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα- διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s, επιβεβαιώνοντας το σταθερό outlook. Σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύθηκε αργά το βράδυ της Παρασκευής, ο αμερικανικός οίκος “βλέπει” ισχυρή ανάπτυξη 5,8% για τη χώρα μας το 2022, η οποία θα επιβραδυνθεί στο 1,7% το 2023, ενώ πιθανές περαιτέρω ενεργειακές διαταραχές στην Ευρώπη “θολώνουν” τις προοπτικές.
Ο ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα φαίνεται ότι θα υποχωρήσει από το υψηλό πολλών δεκαετιών που σημείωσε τον Σεπτέμβριο, ωθώντας τους μισθούς σε μικρή μόνο αύξηση (0,9% σε ετήσια βάση το β’ τρίμηνο του 2022) και μετριάζοντας τη ζήτηση.
Παρά τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων από τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η αύξηση των τιμών ενέργειας και τροφίμων, το έλλειμμα του προϋπολογισμού του 2022 αναμένεται να μειωθεί στο 4% περίπου του ΑΕΠ φέτος, μειωμένο περαιτέρω το 2023 και θέτοντας σε πτωτική πορεία το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Αιτιολόγηση
Οι επιδόσεις των δημόσιων εσόδων της Ελλάδας έλαβαν ώθηση από την υψηλή ανάπτυξη το 2022 (που εκτιμάται ότι ξεπέρασε το 13%), σημειώνει ο οίκος. Τα οφέλη προήλθαν από την εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά σχεδόν 6%, με πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, ισχυρή άνοδο της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό. Στο οκτάμηνο, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά περίπου 18% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021. Για την ίδια περίοδο, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά περίπου 4% λόγω της σταδιακής κατάργησης των μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία. Τα ενεργειακά μέτρα το 2022 προβλέπεται να φθάσουν τα 13,4 δισ. ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 6 δισ. ευρώ (ή 2,8% του ΑΕΠ) θα έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά την άποψη του οίκου, σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος σε περίπου 4% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.
Το 2023, η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα, κυρίως μέσω της περαιτέρω συγκράτησης των δαπανών για την κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με τον κορονοϊό και τη μη ανανέωση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια, καθώς και του έκτακτου φόρου στις επιχειρήσεις ενέργειας. Παρ’ όλο που ο οίκος πιστεύει ότι η οικονομική επιβράδυνση και οι πιθανές πρόσθετες πιέσεις στις κρατικές δαπάνες ενόψει των γενικών εκλογών του 2023 ενδέχεται να εμποδίσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να πετύχει τον στόχο της για δημοσιονομική ισορροπία, εντούτοις αναμενει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω, θέτοντας εμφανώς το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική πορεία.
Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα της κυβέρνησης -χάρη στη διατήρηση σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας στον ισολογισμό της κυβέρνησης- και την ευνοϊκή δομή του δημόσιου χρέους. Τα πολύ μεγάλα ταμειακά αποθέματα στον ενιαίο λογαριασμό του δημοσίου και οι χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης θα βοηθήσουν στην “ανοσία” των δημόσιων οικονομικών απέναντι στην αύξηση των επιτοκίων παγκοσμίως. Ωστόσο, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ.
Λαμβάνοντας υπόψη τη λήξη και το μέσο κόστος επιτοκίων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογεί ο οίκος. Η S&P’s αναμένει ότι το εμπορικό τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους, ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Προβλέπει ακόμη ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να υποχωρούν την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.
“Οι αξιολογήσεις μας για την Ελλάδα περιορίζονται από το υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος της χώρας”, σημειώνει ο οίκος.
Ανάπτυξη 5,8% το 2022 και 1,7% το 2023
Όπως επισημαίνει ο οίκος, οι υψηλές ενεργειακές τιμές και ο αυξημένος πληθωρισμός θα επιβραδύνουν τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας το 2023 κάτω του 2% (σ.σ.: 1,7%) έναντι 5,8% -κατ’ εκτίμηση- για το 2022.
Τονίζει ακόμα ότι η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί σημαντικά από τις διαθέσιμες διευκολύνσεις στο πλαίσιο του προγράμματος.
Παρόλο που η Ελλάδα ενδέχεται να λάβει στήριξη μέσω του μηχανισμού TPI (Transmission Protection Instrument) της ΕΚΤ, που ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2022, μετά την προηγούμενη απόφαση της τράπεζας να τερματίσει τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο του έκτακτο προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP), ο οίκος δεν πιστεύει ότι θα χρειαστεί πρόσθετη βοήθεια.
“Αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κοντά στο 6% το 2022 (7,8% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο). Αυτό είναι πολύ ισχυρότερο από το 3,5% που αναμέναμε μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς το αρχικό σοκ στις τιμές ενέργειας και τροφίμων έχει αντισταθμιστεί από την ισχυρή κατανάλωση λόγω της περιορισμένης ζήτησης και της υψηλής αύξησης της απασχόλησης (12% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο εξάμηνο). Η επενδυτική δραστηριότητα και η εξωτερική ζήτηση στήριξαν επίσης την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Ταυτόχρονα, η δυναμική επίδοση του τουριστικού τομέα επεκτάθηκε στο τρίτο τρίμηνο και εκτιμούμε ότι η σεζόν θα ξεπεράσει τα προ-πανδημίας αποτελέσματα”, σημειώνει ο οίκος.
Ο οίκος θεωρεί ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον αναμενόμενο στασιμοπληθωρισμό στην Ευρωζώνη τα επόμενα τρία χρόνια. Αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα υπερβεί τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, μεταξύ άλλων και σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ωστόσο, σημειώνει πως οι προβλέψεις αυτές είναι αρκετά αβέβαιες προς τα κάτω, εφόσον η πολεμική σύγκρουση παραταθεί ή κλιμακωθεί σε κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ ή προκαλέσει σοβαρότερες διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό.
Η Standard&Poor’s εκτιμά πως ο τουρισμός αντιπροσωπεύει το 10% της συνολικής απασχόλησης και λίγο κάτω από το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας. Το 2019, οι καθαρές τουριστικές εξαγωγές της Ελλάδας έφθασαν στο ιστορικό υψηλό των 15,4 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 8,4% του ΑΕΠ. Κατά την περίοδο Ιανουάριος-Ιούλίος 2022, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις και οι αφίξεις έφτασαν το 97% και το 88%, αντίστοιχα, των επιπέδων του 2019. Αυτό υποδηλώνει ότι η ανάκαμψη του τουρισμού έχει στηρίξει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη και αναμένεται να συμβάλει στη σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μόλις υποχωρήσει το σοκ των τιμών ενέργειας.
Η ανάκαμψη του τουρισμού έδωσε επίσης ώθηση στην αγορά εργασίας. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 12% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ η ανεργία διαμορφώθηκε στο 12,2% τον Αύγουστο – στο χαμηλότερο επίπεδό της από τον Απρίλιο του 2010. Προς το παρόν, οι μισθοί δέχονται μικρές ανοδικές πιέσεις (0,9% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2022).
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις, ιδίως σε σχέση με τις υψηλές τιμές της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν εξασθενίσει την επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη, καθώς και τις τάσεις της βιομηχανικής παραγωγής. Τα οικονομικά και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με τις ισχυρές επιδόσεις της αγοράς εργασίας, έχουν ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, η απότομη αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων, παράλληλα με τον στασιμοπληθωρισμό στην Ευρωζώνη, θα επιβαρύνει την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις το 2023. Ο οίκος αναμένει ότι ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί σε επίπεδα κάτω του 2% το 2023, προτού ανακάμψει το 2024.
Αρκετές ιδιωτικοποιήσεις βρίσκονται στο τελικό τους στάδιο (ΔΕΠΑ Υποδομών) ή έχουν προχωρήσει αρκετά (περιφερειακά θαλάσσια λιμάνια και παραχωρήσεις για την Αττική Οδό και την Εγνατία Οδό). Εάν ολοκληρωθούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό, τα έργα αυτά, σε συνδυασμό με τη δόση από την παραχώρηση του Ελληνικού, θα αποφέρουν έσοδα ύψους 2,2 δισ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις φέτος.
Ο οίκος πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί ουσιαστικά από τις διαθέσιμες διευκολύνσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Ελλάδα πρόκειται να λάβει επιχορηγήσεις ύψους 17,8 δισ. ευρώ έως το 2026 και δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα δάνεια που έλαβε μέσω του προγράμματος Υποστήριξης για τον Μετριασμό των Κινδύνων Ανεργίας σε Έκτακτη Ανάγκη (SURE) για τη στήριξη της απασχόλησης. Επίσης, έχει λάβει περισσότερα από 40 δισ. ευρώ από το τρέχον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ. Το 2022, η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει 5,2 δισ. ευρώ.
Περισσότερο από το ένα τρίτο των ροών από το RRF έχει προγραμματιστεί να κατευθυνθεί προς την πράσινη μετάβαση της χώρας, σχεδόν το ένα τέταρτο για την ψηφιοποίηση και το υπόλοιπο για την υποστήριξη ιδιωτικών επενδύσεων, πολιτικών για την αγορά εργασίας, την υγειονομική περίθαλψη και τη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής διοίκησης και του δικαστικού συστήματος. Ο οίκος πιστεύει ότι, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, αυτά τα κεφάλαια θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία και θα συμβάλουν σε ισχυρότερη ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ειδικά στο πλαίσιο της αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
Το PEPP της ΕΚΤ, που ξεκίνησε με την έναρξη της πανδημίας για τη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, συνέβαλε στην απορρόφηση των οικονομικών κραδασμών που προέρχονταν από την πανδημία της COVID-19, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Ελλάδα. Μετά την απόφασή της να διακόψει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP στο τέλος Μαρτίου 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα πέρα από τις ανατροπές εξαγορών, εάν παρατηρούσε επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Τον Ιούλιο του 2022, η ΕΚΤ ανακοίνωσε το TPI, ένα νέο σχέδιο αγοράς ομολόγων για να βοηθήσει περισσότερους υπερχρεωμένους κυρίαρχους της ευρωζώνης και να αποτρέψει τον χρηματοοικονομικό κατακερματισμό εντός της νομισματικής ένωσης. Αυτή τη στιγμή, ο οίκος δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί αυτή την πρόσθετη υποστήριξη.
Σύμφωνα με τη Standard&Poor’s, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών (NPE) είναι το κλειδί για ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη, καθώς θα τονώσει τις πιστώσεις στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος σε καθαρούς όρους εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Οι τράπεζες έχουν μειώσει σταθερά το μεγάλο απόθεμα των NPEs, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας στους εταιρικούς ισολογισμούς. Το μερίδιο των NPEs στο σύνολο των δανείων του τραπεζικού συστήματος μειώθηκε στο 10% τον Ιούνιο του 2022 από 31% το 2020. Επιπλέον, η κυβέρνηση αντλεί δάνεια ύψους 12,7 δισ. ευρώ από το RRF της ΕΕ και τα διοχετεύει στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλό κόστος δανεισμού μέσω του τραπεζικού συστήματος, γεγονός που αναμένεται να συμβάλει στην αντιμετώπιση του χάσματος μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς πιστώσεων στην οικονομία, καθώς και στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια.
Μετά το τέλος του ενισχυμένου πλαισιου εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Αύγουστο του 2022, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπόκειται σε εποπτεία με έμφαση στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και στη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η συνεχιζόμενη ελάφρυνση του χρέους και η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης στο πλαίσιο της Συμφωνίας για τα Καθαρά Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία/Πρόγραμμα Αγοράς Τίτλων (ANFA/SMP) εξαρτώνται από τη διαρκή συμμόρφωση με τους στόχους του προγράμματος.
Λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές εκλογές του Ιουλίου 2023, ο οίκος θεωρεί ότι τα προγράμματα αυτά και τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης παρέχουν σταθερά κίνητρα στην επόμενη κυβέρνηση για να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα.
Προφίλ ευελιξίας και απόδοσης – Συνεχίζεται η δημοσιονομική εξυγίανση
– Ο οίκος προβλέπει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 4% του ΑΕΠ το 2022, λόγω της ικανοποιητικής απόδοσης των εσόδων και της συγκράτησης των δαπανών, πριν μειωθεί περαιτέρω το 2023-2025.
– Ως αποτέλεσμα, προβλέπει μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης κατά τα επόμενα έτη, φθάνοντας περίπου στο 171% του ΑΕΠ το 2022 από περίπου 193% το 2021, ενώ η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα.
– Δεδομένου του πολύ μεγάλου όγκου ολοκληρωμένων και συνεχιζόμενων διαθεσίμων NPEs, ο οίκος αναμένει ότι ο δείκτης σε επίπεδο συστήματος θα πέσει κάτω από το 8% έως το τέλος του 2022 από 12,8% το 2021.
Η υψηλή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη το 2022, που χαρακτηρίζεται από την εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά σχεδόν 6% – με πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, ισχυρή αύξηση της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό – ενίσχυσε τις επιδόσεις των κρατικών εσόδων. Για παράδειγμα, σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά σχεδόν 18% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, ενώ οι κρατικές δαπάνες περιορίστηκαν λόγω της σταδιακής κατάργησης των πακέτων στήριξης που σχετίζονται με τον κορονοϊό, με μείωση σχεδόν 4% κατά την ίδια περίοδο. Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια το 2022 προβλέπεται να φθάσουν τα 13,2 δισ. ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ) εκ των οποίων 4,3 δισ. ευρώ (ή 2% του ΑΕΠ) με δημοσιονομικό αντίκτυπο. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά την άποψη του οίκου, σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος, σε περίπου 4% του ΑΕΠ.
Το 2023, η κυβέρνηση επιδιώκει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, βασιζόμενη κυρίως σε περαιτέρω περιορισμό των δαπανών που σχετίζονται με την κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων για την COVID-19 και τη μη ανανέωση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια, καθώς και με τον έκτακτο φόρο στις επιχειρήσεις ενέργειας. Το καθαρό δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στήριξης προβλέπεται να μειωθεί από 2,8% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,5% το 2023 (η ακαθάριστη αξία θα μειωθεί λιγότερο, από 13,4 δισ. ευρώ το 2022 σε 10,3 δισ. ευρώ το 2023). Αν και ο οίκος υποθέτει ότι η κυβέρνηση είναι απίθανο να πετύχει τον δημοσιονομικό της στόχο λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των βουλευτικών εκλογών του 2023, αναμένει ότι η πρωτογενής δημοσιονομική θέση θα είναι σχεδόν ισοσκελισμένη, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης να μειώνεται περαιτέρω, θέτοντας με σαφήνεια το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε καθοδική πορεία.
Δεδομένης της προσωρινής αναστολής του δημοσιονομικού πλαισίου του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, ανεστάλη η απαίτηση για την Ελλάδα να πετύχει πρωτογενές ισοζύγιο στο 3,5% του ΑΕΠ στο διάστημα 2020 – 2023.
Λαμβάνοντας υπόψη την ονομαστική οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ο οίκος αναμένει ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί σε περίπου 171% του ΑΕΠ το 2022, από περίπου 193% το 2021, προτού μειωθεί περαιτέρω το διάστημα 2023-2025. Χωρίς τα ταμειακά αποθέματα ασφαλείας, ο οίκος προβλέπει μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης κάτω από το 160% του ΑΕΠ το 2022 και σχεδόν στο 152% το 2023 από περίπου 176% του ΑΕΠ το 2021.
Παρά την επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου λόγω της πανδημίας την περίοδο 2020-2021, η Ελλάδα αντιμετώπισε τις επιπτώσεις του κορονοϊού με σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη προ της πανδημίας διαρθρωτική δημοσιονομική της θέση (εκτιμάται σε πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από την πρόσβασή της σε σημαντικά αποθέματα ρευστότητας, τα οποία μείωσαν αισθητά τις δανειακές της ανάγκες. Οι μεταφορές επιστροφών SMP/ANFA από το Ευρωσύστημα θα συνεχιστούν, δεδομένου ότι η Ελλάδα συμμορφώνεται σε γενικές γραμμές με τους σχετικούς δείκτες αναθεώρησης. Επιπροσθέτως, η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα πέρα από τις μετατροπές εξαγορών (και την καταλληλότητά τους ως εγγύηση για πράξεις αναχρηματοδότησης) -καθώς και η πρόσφατη εισαγωγή του TPI- αν παρατηρήσει επιδείνωση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, είναι καθοριστικής σημασίας για την πρόσβαση της χώρας σε χρηματοδότηση με προσιτά επιτόκια, κατά την άποψη του οίκου.
Ο οίκος εκτιμάει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας θα είναι περίπου στο 1,4% στο τέλος του 2022. Αυτό, παρά το σημαντικό χρέος της χώρας, είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τα περισσότερα κράτη που αξιολογεί στη βαθμίδα “ΒΒ” ο οίκος. Η μέση σταθμισμένη υπολειπόμενη λήξη του δημοσίου χρέους ήταν στα 18,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2022. Ακόμη, ο οίκος αναμένει ότι αυτή και οι μελλοντικές πράξεις διαχείρισης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των διμερών δανείων, θα συμβάλουν στην ελάφρυνση του επιτοκιακού “βάρους” της κυβέρνησης, ακόμη και αν ληφθεί υπ’ όψιν η σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους εξαιτίας των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεων της πανδημίας αλλά και της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων δανεισμού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τον Μάρτιο του 2022, η Ελλάδα προπλήρωσε το υπόλοιπο ποσό του δανείου της προς το ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), δύο χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να αντικαθιστά όλο και μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους της με την έκδοση εμπορεύσιμων ομολόγων, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ως ποσοστό των κρατικών εσόδων θα μπορούσε να αυξηθεί.
Ο οίκος εξακολουθεί να βλέπει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ως “ακραίο” στην Ευρωζώνη. Το υψηλό ποσό των NPEs παρά τις πρόσφατες σημαντικές βελτιώσεις, η αδύναμη ποιότητα κεφαλαίων λόγω του υψηλού ποσού των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως ποσοστό της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και οι περιορισμένες αν και βελτιωμένες προοπτικές κερδών εξακολουθούν να περιορίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών. Η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της Attica Bank -της πέμπτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας από πλευράς ενεργητικού- αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η καθυστερημένη εμφάνιση των μεγάλων προβλημάτων ποιότητας του ενεργητικού και οι επακόλουθες μεγάλες ζημίες και η αφερεγγυότητα το 2021 προκάλεσαν τη μετατροπή των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων, καθιστώντας το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη μέσω κεφαλαιακής εισφοράς 245 εκατ. ευρώ. Έχοντας σημειώσει αυτά, ο οίκος θεωρεί το πρόσφατο αυτό περιστατικό ως μεμονωμένο και η Attica Bank δεν είναι συστημικά σημαντική.
Όσον αφορά τα NPEs, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες έχουν προχωρήσει ουσιαστικά προς την ομαλοποίηση μετά την εφαρμογή του προγράμματος “Ηρακλής” το 2018. Με το πρόγραμμα “Ηρακλής” και το αυξημένο αγοραστικό ενδιαφέρον, το απόθεμα NPΕs των ελληνικών τραπεζών υποχώρησε κάτω από τα 20 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 από 88 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018. Δεδομένων των πολύ μεγάλων όγκων διαθεσίμων NPEs, ο οίκος αναμένει ότι ο δείκτης NPΕs θα μειωθεί κοντά στο 8% έως το τέλος του 2022. Ωστόσο, αναμένει ότι οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνουν ασθενέστεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Ο οίκος προβλέπει ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας θα αυξηθεί πάνω από το 7% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2023 από 6,7% πέρυσι, προτού υποχωρήσει το 2024. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προβλεπόμενη αύξηση των εισαγωγών, ιδίως λόγω των υψηλότερων τιμών του πετρελαίου και της ενέργειας, είναι απίθανο να αντισταθμιστεί πλήρως από την περαιτέρω άνοδο του τουρισμού. Ταυτόχρονα, η αύξηση των εξαγωγών είναι πιθανό να είναι υποτονική, δεδομένου του στασιμοπληθωρισμού στην ευρωζώνη.
Κατά την άποψη του οίκου, οι διαρθρωτικές οικονομικές αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν θέσει τον εξαγωγικό κλάδο της Ελλάδας σε θέση να επωφεληθεί από την αυξημένη ανταγωνιστικότητα, κάτι που παρατηρείται στις σταθερές εξαγωγικές επιδόσεις των αγαθών. Παρ’ όλα αυτά, με ποσοστό μικρότερο του 20% του ΑΕΠ, ο κλάδος των εξαγωγών εμπορευμάτων της Ελλάδας βρίσκεται σημαντικά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Γενικότερα, η ανταγωνιστικότητα του κόστους εργασίας έχει βελτιωθεί σε επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από το 2000 και η εξωτερική ζήτηση παρουσιάζει ανοδική τάση. Κατά συνέπεια, το μερίδιο των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών υπερδιπλασιάστηκε στο 51,7% του ΑΕΠ το 2021, έναντι 19% του ΑΕΠ το 2009, και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω έως το 2025. Επιπλέον, μετά από μια προσωρινή κάμψη το 2020, οι εισροές Ξένων Άμεσων Επενδύσεων αυξάνονται από το 2021. Ο οίκος θεωρεί ότι οι μεγάλες επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης θα ωφελήσουν τις εξελίξεις στο ισοζύγιο πληρωμών κατά την περίοδο 2022-2026.
Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε υψηλό πολλών δεκαετιών, στο 12%, τον Σεπτέμβριο (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), αντανακλώντας την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Τα ευμετάβλητα στοιχεία πληθωρισμού περιπλέκουν τις αποφάσεις επενδύσεων και δαπανών για τον ιδιωτικό τομέα της χώρας και θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, σε αντίθεση με τις τάσεις στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι ο υψηλός πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή και των τιμών παραγωγού αυξάνει τους μισθούς στην ελληνική οικονομία. Ο οίκος προβλέπει ότι ο ετήσιος πληθωρισμός ενδέχεται να βρίσκεται πολύ κοντά στο ανώτατο επίπεδό του. Γενικότερα, οι προοπτικές για τον πληθωρισμό εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από γεγονότα εκτός του ελέγχου της ΕΚΤ, ιδίως από τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία και, με τη σειρά του, από τη συμπεριφορά των παγκόσμιων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, καθώς και από το ενδεχόμενο κάποιας ανατίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ.
Στάθης Κετιτζιάν – Μιχάλης Παπαντωνόπουλος